Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Kατερίνα Καλλιάρα. Η τρέχουσα νεοφιλελευθερη παρέμβαση του δικαίου στις εργασιακές σχέσεις.



Kατερίνα Καλλιάρα. Η τρέχουσα νεοφιλελευθερη παρέμβαση του δικαίου στις εργασιακές σχέσεις.

Η πλήρης ανατροπή του μέχρι πρότινος θεσμοθετημένου πλαισίου ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα, είναι αντανάκλαση και απόρροια της κυριαρχίας των αναγκών της αγοράς ως ρυθμιστικού παράγοντα κάθε πλευράς της ζωής, γεγονός που οδηγεί σε έλλειμμα δημοκρατίας. Όπως το έθεσε ο Karl Polanyi, αντί η οικονομία να ενσωματώνεται στις κοινωνικές σχέσεις, οι κοινωνικές σχέσεις ενσωματώνονται στο οικονομικό σύστημα (Arthur Malivan, «Neoliberalism and democracy: Market power versus democratic power», Neoliberalism A critical reader, Pluto Press, London 2005, σ. 171).
 Οι συνέπειες στις ζωές των εργαζόμενων από την χωρίς περιορισμούς και κοινωνικό έλεγχο άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι τραγικές και οδυνηρές. Οι συλλογικές ρυθμίσεις της αμοιβής και των όρων εργασίας έχουν αντικατασταθεί από ατομικές και επιχειρηματικές συμβάσεις εργασίας με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής ισχύος του εργαζόμενου. Συγχρόνως, συνεχίζει να υφίσταται σε μεγάλη κλίμακα η εργασία με άτυπες συμβάσεις εργασίας, η αδήλωτη-ανασφάλιστη εργασία καθώς και η καθιέρωση της μεγάλης ‘ευκαμψίας’ ή ‘ευλυγισίας’ στο χρόνο εργασίας, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται και τον φόβο του εργαζόμενου για απώλεια της θέσης εργασίας. Στο σημείο αυτό επισημαίνουμε ότι κάθε απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων οδηγεί τους εργοδότες στην εγκαθίδρυση μιας παράλληλης άτυπης ευελιξίας των αμοιβών, των χρονικών ορίων και των συνθηκών εργασίας. Αυτό συμβαίνει γιατί η συρρίκνωση του ρόλου του κράτους ως ρυθμιστή της αγοράς και της οικονομικής ζωής, σε συνδυασμό με ένα ανεπαρκές θεσμικό πλαίσιο ελέγχου την εκδήλωση της εργοδοτικής παραβατικότητας, ενισχύει την εργοδοσία-επιχείρηση σε βάρος του εργαζόμενου, καθώς η παράβαση του νόμου καθίσταται οικονομικά επικερδής και μάλιστα ενέχει μικρό έως ανύπαρκτο ρίσκο.
Το αποτέλεσμα είναι, όπως επισημαίνει και η Π. Γεωργιάδου, να δημιουργείται μια νέα κατηγορία εργαζόμενων, οι οποίοι είναι εξαιρετικά ευέλικτοι και χαμηλά αμειβόμενοι, μια κατηγορία η οποία μάλιστα συνιστά την κύρια τάση του εργατικού δυναμικού που επιλέγουν οι διοικήσεις και οι ιδιοκτήτες προκειμένου να πλαισιώσουν τις επιχειρήσεις τους («Νέοι και Πολιτικές Απασχόλησης», ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔ, 217 (2014), σ. 3)
Οι πρακτικές αυτές, σε συνδυασμό με τις νομοθετικές ρυθμίσεις που ευνοούν ανοιχτά την επιβολή απάνθρωπων αγοραίων λογικών στην αγορά εργασίας, καθώς και η ανακατανομή του μεριδίου της αγοράς υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων, εδραιώνουν τις επισφαλείς μορφές απασχόλησης (μερική, διαλείπουσα, εκ περιτροπής απασχόληση, απασχόληση με σύμβαση ορισμένου χρόνου ακόμα και μίας ημέρας). Ταυτόχρονα οι εργοδότες επωφελούνται από τα νέα μέτρα που ακυρώνουν τις ελάχιστες υπέρ των εργαζόμενων εγγυήσεις και επιδίδονται σε πρακτικές με κύρια χαρακτηριστικά την πανουργία, την επινοητικότητα και την σκληρότητα, με σκοπό την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συρρίκνωση του εργασιακού κόστους. Οι εργοδότες προτιμούν, για παράδειγμα, να απολύουν εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση και να τους αντικαθιστούν με εργαζόμενους με μερική απασχόληση, ενώ, απαλλαγμένοι από τα βαρίδια των δικαιωμάτων των εργαζόμενων που προέκυπταν από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, απολύουν παλαιότερους εργαζόμενους και προσλαμβάνουν νεότερους σε προϋπηρεσία και σε ηλικία προκειμένου να ευνοηθούν από την διαφοροποίηση στην μισθολογική μεταχείριση μεταξύ εργαζόμενων άνω και κάτω των 25 ετών. Όσοι εργαζόμενοι είναι αμειβόμενοι με τους μισθολογικούς όρους που απορρέουν από συλλογικές συμβάσεις εργασίας έχουν δύο επιλογές, οδυνηρές για τους ίδιους και τα δικαιώματά τους: ή να υπογράψουν ατομική σύμβαση εργασίας, διαπραγματευόμενοι με τον εργοδότη σε ένα πεδίο όμως που ο τελευταίος είναι πανίσχυρος ή, σε περίπτωσή άρνησής τους, να απολυθούν.
Οι μεταρρυθμίσεις μετακυλίουν ένα μεγάλο μέρος του ρίσκου της επιχειρηματικής δραστηριότητας στον εργαζόμενο, ως εάν να είναι αυτός που έχει αναλάβει αυτό το ρίσκο, ενώ εκθεμελιώνουν ότι είχε απομείνει από το δίκαιο προστασίας του, εξαλείφοντας κάθε μέσο πειθάρχησης των δυνάμεων της αγοράς.
Το σημαντικότερο είναι ότι όλα τα παραπάνω εξυπηρετούν την ατομική ελευθερία του επιχειρείν, οδηγώντας στην υποβάθμιση και στον ευτελισμό των εργασιακών πόρων που προστάζουν οι αγορές, προκειμένου να ανταποκριθούν στις πιέσεις του διεθνούς ανταγωνισμού απασχολώντας φθηνό και προσαρμόσιμο εργατικό δυναμικό. Παρουσιάζονται δε ως επιστημοσύνη και πανάκεια για την αντιμετώπιση της φτώχειας και την εξάλειψη της ανεργίας μέσω της οικονομικής ανάπτυξης που υποστηρίζεται ότι θα επιφέρουν και αέναα αναμένεται χωρίς να κάνει την εμφάνισή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου